Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἱ ἐκ τοῦ πλαγίου

См. также в других словарях:

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • ευκτική — Έγκλιση του αρχαίου ρήματος, η οποία συνήθως δηλώνει ευχή. Η έγκλιση αυτή υπάρχει σε διάφορες αρχαίες γλώσσες και, ιδιαίτερα, στην αρχαία ελληνική. Σήμερα σώζεται σε ορισμένες μόνο φράσεις, ενώ παλαιότερα ήταν σε γενική χρήση. Εκφράζει την έννοια …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • πτερύγιο — το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, υγος] 1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ. γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.) 2. όργανο… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • φλάουτο — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του… …   Dictionary of Greek

  • Πάρκινσον, Τζέιμς — (Parkinson, 1755 – 1824). Άγγλος φαρμακοποιός, χειρουργός και παλαιοντολόγος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στο Λονδίνο, όπου ασχολήθηκε με την ιατρική, τη χημεία, τη γεωλογία και την παλαιοντολογία. Ο Π. υπήρξε ο συγγραφέας αξιόλογων κλινικών… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιαστικός — ή, ό, Ν φρ. «πλαγιαστική αγωγή» (πολ. δικ.) η αγωγή που ασκεί ο δανειστής κατά τών οφειλετών τού οφειλέτη του, όταν ο τελευταίος αρνείται ή αμελεί να στραφεί κατά τών οφειλετών του, πρόκειται δηλ. για αγωγή την οποία ασκεί ο δανειστής… …   Dictionary of Greek

  • Ροζενμύλερ, Γιόχαν — (Rosenmuller, 1771 – 1820). Γερμανός ανατόμος και χειρουργός. Οι ανατομικές του έρευνες και διαπιστώσεις προώθησαν σημαντικά την επιστήμη της χειρουργικής και της ανατομίας. Επισήμανε δυο βαθιά κολπώματα στην πίσω μοίρα του πλαγίου τοιχώματος του …   Dictionary of Greek

  • βρεγματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βρέγμα 2. «βρεγματικά οστά» τα οστά του κρανίου που σχηματίζουν ένα μέρος του πλάγιου και του επάνω σκελετού της κεφαλής από κάθε πλευρά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»